- επιτόπου
- επίρρ. τοπ., στον τόπο, εκεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… … Dictionary of Greek
Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι … Dictionary of Greek